γερτός

γερτός
η , ό
1) согнутый; согнувшийся, сгорбленный; 2) наклонившийся, склонившийся; наклонённый, наклонный; покосившийся; 3) приоткрытый; 4) развалившийся (на диване и т. п.);

όλη την ημέρα την περνάει γερτός — целыми днями валяется на постели


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "γερτός" в других словарях:

  • γερτός — γερτός, ή, ό και γειρτός, ή, ό επίρρ. ά 1. ο γερμένος, αυτός που έχει κλίση προς μια κατεύθυνση: Ο φράχτης είναι γερτός. 2. σκυφτός: Περπατάει πάντα γερτός. 3. μισόκλειστος: Άφησα το παράθυρο γερτό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γερτός — και γυρτός, ή, ό 1. κυρτός, καμπύλος («γερτός πεύκος») 2. σκυφτός («γερτός από τα χρόνια») 3. ξαπλωμένος 4. (για πόρτες ή παράθυρα) μισόκλειστος …   Dictionary of Greek

  • άγερτος — και άγειρτος, η, ο αυτός που δεν γέρνει, όρθιος, ευθύς, αλύγιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + γειρτός, γερτός < γέρνω] …   Dictionary of Greek

  • γέρνω — (Μ γέρνω) 1. κλίνω προς τα κάτω ή προς τα πλάγια («γείρε τη στάμνα», «γείρε τη σανίδα δεξιά») 2. παρουσιάζω κλίση προς τα κάτω ή προς τα πλάγια («ταπεινότατη σού γέρνει η τρισάθλια κεφαλή», Δ. Σολ. «τα κλαδιά έγερναν από το βάρος τού καρπού») 3.… …   Dictionary of Greek

  • γήγερτον — το 1. το ανάχωμα 2. το γαιογνώρισμα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < γη + γερτός < γέρνω] …   Dictionary of Greek

  • γυρτός — και γειρτός και γιρτός, ή, ό 1. κυρτός, καμπύλος 2. επικλινής 3. (για πόρτες και παράθυρα) μισόκλειστος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ορθότερος τ. είναι γειρτός < (θ.) γειρ , έγειρα, αόρ. τού γέρνω. Από άλλους προτείνεται ο τ. γιρτός < γερτός < γέρνω, με… …   Dictionary of Greek

  • κλιτός — Καθένας από τους τρεις ή πέντε διαδρόμους στους οποίους διαιρούνται με ενδιάμεσες κιονοστοιχίες οι παλιοί χριστιανικοί ναοί και ιδιαίτερα οι βασιλικές. Με τον όρο αυτό, εξάλλου, χαρακτηρίζεται στην τοπογραφία η κλίση τμήματος εδάφους. * * * ή, ό… …   Dictionary of Greek

  • κυρτώος — κυρτῷος, ῴα, ον (Μ) γερτός, λυγισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυρτός + επίθημα ῷος (πρβλ. κερδ ώος)] …   Dictionary of Greek

  • γυρτός — ή, ό βλ. γερτός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»